Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξαφρίζομαι < ἐξ- + μέσος τύπος του ἀφρίζω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: σε ενεργητικούς τύπους: νέα ελληνικά: ἐξαφρίζω νέα ελληνικά: ξαφρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐξαφρίζομαι

  1. αφαιρείται ο αφρός
  2. αποβάλλω κάτι με τον αφρισμό (μαρτυρείται το αρχαίο απαρέμφατο ἐξαφρίζεσθαι)

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία