ἐξαφρίζομαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐξαφρίζομαι < ἐξ- + μέσος τύπος του ἀφρίζω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: σε ενεργητικούς τύπους: ⇒ νέα ελληνικά: ἐξαφρίζω ⇒ νέα ελληνικά: ξαφρίζω
Ρήμα
επεξεργασίαἐξαφρίζομαι
- αφαιρείται ο αφρός
- αποβάλλω κάτι με τον αφρισμό (μαρτυρείται το αρχαίο απαρέμφατο ἐξαφρίζεσθαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- εξαφρόω (ελληνιστική κοινή, στον τύπο ἐξαφροῦται)
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἐξαφρίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.