Δείτε επίσης: *ἐξαφρίζω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐξαφρίζω < αμάρτυρος ενεργητικός τύπος στην ελληνιστική κοινή *ἐξαφρίζω < μέση φωνή αρχαία ελληνική ἐξαφρίζομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐξ- + ἀφρίζω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ξαφρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἐξαφρίζω

Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἀφρίζω και ἀφρός

  Πηγές επεξεργασία