ἐξαφρίζω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἐξαφρίζω < αμάρτυρος ενεργητικός τύπος στην ελληνιστική κοινή *ἐξαφρίζω < μέση φωνή αρχαία ελληνική ἐξαφρίζομαι. Μορφολογικά αναλύεται σε ἐξ- + ἀφρίζω
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ξαφρίζω
Ρήμα επεξεργασία
ἐξαφρίζω
Ρηματικοί τύποι επεξεργασία
- ἐξάφρισον (προστακτική αορίστου)
επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις ἀφρίζω και ἀφρός
Πηγές επεξεργασία
- ἐξαφρίζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].