Δείτε επίσης: αφρίζω

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀφρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀφρίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε ἀφρ(ός) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀφρίζω

Ρηματικοί τύποι επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀφρός

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀφρίζω < ἀφρ(ός) + -ίζω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: ἀφρίζω νέα ελληνικά: αφρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ἀφρίζω, παρατατικός ἤφριζον

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ἀφρός

  Πηγές επεξεργασία