ἐξαφρίζεσθαι
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία
Απαρέμφατο
επεξεργασία
ἐξαφρίζεσθαι
- απαρέμφατο μέσου ενεστώτα - αποθετικό ρήμα ἐξαφρίζομαι
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1067 (1064‑1067) , 4ο επεισόδιο [η Κλυταιμνήστρα σχολιάζει την Κασσάνδρα]
- ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν κλύει φρενῶν,
ἥτις λιποῦσα μὲν πόλιν νεαίρετον
ἥκει, χαλινὸν δ’ οὐκ ἐπίσταται φέρειν
πρὶν αἱματηρὸν ἐξαφρίζεσθαι μένος.- Μα είναι τρελή κι ακούει κακά στο νου της φρένα, / που αφού πάρθηκε η χώρα της κι εδώ μας ήρθε
δε λέει στο χαλινάρι της να συνηθίσει, / πρι 'ξεθυμάν' η γλώσσα της σ' αφρό αιματένιο.- Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
- (Μα [ή], είναι τρελαμένη κι ακούει (τις) κακές (της τις) φρένες. Αυτή, που φεύγοντας από τη νεοκατακτημένη πόλη
εδώ έχει έρθει, και δε γνωρίζει πώς να φοράει χαλινό, / πριν αποβάλει το μένος αφρίζοντας/αφού έχει αφρίσει) Μεταφορά:Βικιλεξικό.
- Μα είναι τρελή κι ακούει κακά στο νου της φρένα, / που αφού πάρθηκε η χώρα της κι εδώ μας ήρθε
- ἦ μαίνεταί γε καὶ κακῶν κλύει φρενῶν,
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1067 (1064‑1067) , 4ο επεισόδιο [η Κλυταιμνήστρα σχολιάζει την Κασσάνδρα]