φυγοκέντριση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φυγοκέντριση < φυγόκεντρος + -ιση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική centrifugation)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φυγοκέντριση θηλυκό
- (χημεία), (βιοχημεία), (φαρμακευτική): η διαδικασία διαχωρισμού των ουσιών που συνθέτουν ένα εναιώρημα υποβαλλόμενο σε φυγοκεντρικές δυνάμεις
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φυγοκέντριση