εκβραχίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκβραχίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος εκβραχίζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκβραχίζομαι | εκβραχιζόμουν(α) | θα εκβραχίζομαι | να εκβραχίζομαι | ||
β' ενικ. | εκβραχίζεσαι | εκβραχιζόσουν(α) | θα εκβραχίζεσαι | να εκβραχίζεσαι | (εκβραχίζου) | |
γ' ενικ. | εκβραχίζεται | εκβραχιζόταν(ε) | θα εκβραχίζεται | να εκβραχίζεται | ||
α' πληθ. | εκβραχιζόμαστε | εκβραχιζόμαστε εκβραχιζόμασταν |
θα εκβραχιζόμαστε | να εκβραχιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εκβραχίζεστε | εκβραχιζόσαστε εκβραχιζόσασταν |
θα εκβραχίζεστε | να εκβραχίζεστε | (εκβραχίζεστε) | |
γ' πληθ. | εκβραχίζονται | εκβραχίζονταν εκβραχιζόντουσαν |
θα εκβραχίζονται | να εκβραχίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκβραχίστηκα | θα εκβραχιστώ | να εκβραχιστώ | εκβραχιστεί | ||
β' ενικ. | εκβραχίστηκες | θα εκβραχιστείς | να εκβραχιστείς | εκβραχίσου | ||
γ' ενικ. | εκβραχίστηκε | θα εκβραχιστεί | να εκβραχιστεί | |||
α' πληθ. | εκβραχιστήκαμε | θα εκβραχιστούμε | να εκβραχιστούμε | |||
β' πληθ. | εκβραχιστήκατε | θα εκβραχιστείτε | να εκβραχιστείτε | εκβραχιστείτε | ||
γ' πληθ. | εκβραχίστηκαν εκβραχιστήκαν(ε) |
θα εκβραχιστούν(ε) | να εκβραχιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκβραχιστεί | είχα εκβραχιστεί | θα έχω εκβραχιστεί | να έχω εκβραχιστεί | εκβραχισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκβραχιστεί | είχες εκβραχιστεί | θα έχεις εκβραχιστεί | να έχεις εκβραχιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκβραχιστεί | είχε εκβραχιστεί | θα έχει εκβραχιστεί | να έχει εκβραχιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκβραχιστεί | είχαμε εκβραχιστεί | θα έχουμε εκβραχιστεί | να έχουμε εκβραχιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκβραχιστεί | είχατε εκβραχιστεί | θα έχετε εκβραχιστεί | να έχετε εκβραχιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκβραχιστεί | είχαν εκβραχιστεί | θα έχουν εκβραχιστεί | να έχουν εκβραχιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκβραχίζομαι
|