βραχνός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βραχνός | η | βραχνή | το | βραχνό |
γενική | του | βραχνού | της | βραχνής | του | βραχνού |
αιτιατική | τον | βραχνό | τη | βραχνή | το | βραχνό |
κλητική | βραχνέ | βραχνή | βραχνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βραχνοί | οι | βραχνές | τα | βραχνά |
γενική | των | βραχνών | των | βραχνών | των | βραχνών |
αιτιατική | τους | βραχνούς | τις | βραχνές | τα | βραχνά |
κλητική | βραχνοί | βραχνές | βραχνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βραχνός < μεσαιωνική ελληνική < βραγχός (6ος αιώνας) < βράγχος (βραχνάδα)
Επίθετο
επεξεργασίαβραχνός, -ή, -ό
- (για φωνή) τραχύς, όχι πολύ καθαρός
- είχε κρυολογήσει και η φωνή του ήταν βραχνή
- η βραχνή φωνή της τρομπέτας
- (για άνθρωπο ή μουσικό όργανο κλπ) που έχει τέτοια φωνή
Συγγενικά
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΗ λέξη βραχνάς δεν είναι συγγενική.