Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχνιάζω < βραχνός

  Ρήμα επεξεργασία

βραχνιάζω, πρτ.: βράχνιαζα, στ.μέλλ.: θα βραχνιάσω, αόρ.: βράχνιασα, μτχ.π.π.: βραχνιασμένος

  1. γίνομαι βραχνός, αποκτώ βραχνή φωνή
  2. (σε σχήμα υπερβολής) επαναλαμβάνω κάτι πολλές φορές

  Μεταφράσεις επεξεργασία