βραχνιάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βραχνιάζω < βραχνός
Ρήμα επεξεργασία
βραχνιάζω, πρτ.: βράχνιαζα, στ.μέλλ.: θα βραχνιάσω, αόρ.: βράχνιασα, μτχ.π.π.: βραχνιασμένος
- γίνομαι βραχνός, αποκτώ βραχνή φωνή
- (σε σχήμα υπερβολής) επαναλαμβάνω κάτι πολλές φορές