↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βραχνάδα οι βραχνάδες
      γενική της βραχνάδας των βραχνάδων
    αιτιατική τη βραχνάδα τις βραχνάδες
     κλητική βραχνάδα βραχνάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βραχνάδα < βραχνός + -άδα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βραχνάδα θηλυκό

  • η ιδιότητα του βραχνού, η τραχύτητα στη φωνή εξαιτίας ασθένειας ή ιδιομορφίας των φωνητικών χορδών

  Μεταφράσεις

επεξεργασία