Δείτε επίσης: βρόχια, βράγχια

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός     2ος πληθυντικός  
αρσενικό αρσενικό ουδέτερο
ονομαστική ο βράχος οι βράχοι τα βράχια
      γενική του βράχου των βράχων
    αιτιατική τον βράχο τους βράχους τα βράχια
     κλητική βράχε βράχοι βράχια
Κατηγορία όπως «βράχος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βράχια: δεύτερος πληθυντικός του αρσενικού βράχος < αρχαία ελληνική πληθυντικός βράχεα (ὕδατα) < βραχύς,
 
βράχια στη θάλασσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈvɾa.ça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρά‐χια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βράχια ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. μεγάλες πέτρες στην θάλασσα
  2. οι βράχοι, πληθυντικός αριθμός του βράχος
  3. βραχώδης ακτή
    στα βράχια της Πειραϊκής κοιμάται ο Στέλιος ο μπεκρής (λαϊκό τραγούδι)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία