βράγχια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvɾaŋ.çi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βράγ‐χι‐α
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
βράγχια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βράγχιο
Δείτε επίσης : βράχια, βρόχια |
βράγχια ουδέτερο