Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυγραφικός η βραχυγραφική το βραχυγραφικό
      γενική του βραχυγραφικού της βραχυγραφικής του βραχυγραφικού
    αιτιατική τον βραχυγραφικό τη βραχυγραφική το βραχυγραφικό
     κλητική βραχυγραφικέ βραχυγραφική βραχυγραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυγραφικοί οι βραχυγραφικές τα βραχυγραφικά
      γενική των βραχυγραφικών των βραχυγραφικών των βραχυγραφικών
    αιτιατική τους βραχυγραφικούς τις βραχυγραφικές τα βραχυγραφικά
     κλητική βραχυγραφικοί βραχυγραφικές βραχυγραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχυγραφικός < βραχυγραφία + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

βραχυγραφικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία