συντομευμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συντομευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συντομεύω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sin.do.mevˈme.nos/
Μετοχή επεξεργασία
συντομευμένος -η -ο
- που προκύπτει από συντόμευση