Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If Wikipedia is useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συντομευμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Μετοχή
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συντομευμέν
ος
η
συντομευμέν
η
το
συντομευμέν
ο
γενική
του
συντομευμέν
ου
της
συντομευμέν
ης
του
συντομευμέν
ου
αιτιατική
τον
συντομευμέν
ο
τη
συντομευμέν
η
το
συντομευμέν
ο
κλητική
συντομευμέν
ε
συντομευμέν
η
συντομευμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συντομευμέν
οι
οι
συντομευμέν
ες
τα
συντομευμέν
α
γενική
των
συντομευμέν
ων
των
συντομευμέν
ων
των
συντομευμέν
ων
αιτιατική
τους
συντομευμέν
ους
τις
συντομευμέν
ες
τα
συντομευμέν
α
κλητική
συντομευμέν
οι
συντομευμέν
ες
συντομευμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
συντομευμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
συντομεύω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
sin.do.mevˈme.nos
/
Μετοχή
επεξεργασία
συντομευμένος
-η -ο
που προκύπτει από
συντόμευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συντομευμένος
αγγλικά
:
abbreviated
(en)
,
shortened
(en)
,
abrdidged
(en)
γαλλικά
:
abrégé
(fr)