Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sin.doˈme.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συντομεύω
παλιότερος συλλαβισμός: συντομεύω

συντομεύω, αόρ.: συντόμευσα, παθ.φωνή: συντομεύομαι, π.αόρ.: συντομεύτηκα/συντομεύθηκα, μτχ.π.π.: συντομευμένος

  1. (μεταβατικό) μειώνω τη χρονική διάρκεια
  2. (αμετάβατο) γίνομαι πιο σύντομος
  3. επισπεύδω κάτι ώστε να ολοκληρωθεί σύντομα
      ο πρόεδρος ζήτησε από τον ομιλητή να συντομεύει

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία