συντομεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντομεύω < σύντομ(ος) + -εύω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική abrèger. Διαφορετική η ελληνιστική συντομεύω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sin.doˈme.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ντο‐μεύ‐ω
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐το‐μεύ‐ω
Ρήμα
επεξεργασίασυντομεύω, αόρ.: συντόμευσα, παθ.φωνή: συντομεύομαι, π.αόρ.: συντομεύτηκα/συντομεύθηκα, μτχ.π.π.: συντομευμένος
- (μεταβατικό) μειώνω τη χρονική διάρκεια
- (αμετάβατο) γίνομαι πιο σύντομος
- επισπεύδω κάτι ώστε να ολοκληρωθεί σύντομα
- ↪ ο πρόεδρος ζήτησε από τον ομιλητή να συντομεύει
Συγγενικά
επεξεργασία- συντόμευση
- → και δείτε τη λέξη σύντομος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντομεύω | συντόμευα | θα συντομεύω | να συντομεύω | συντομεύοντας | |
β' ενικ. | συντομεύεις | συντόμευες | θα συντομεύεις | να συντομεύεις | συντόμευε | |
γ' ενικ. | συντομεύει | συντόμευε | θα συντομεύει | να συντομεύει | ||
α' πληθ. | συντομεύουμε | συντομεύαμε | θα συντομεύουμε | να συντομεύουμε | ||
β' πληθ. | συντομεύετε | συντομεύατε | θα συντομεύετε | να συντομεύετε | συντομεύετε | |
γ' πληθ. | συντομεύουν(ε) | συντόμευαν συντομεύαν(ε) |
θα συντομεύουν(ε) | να συντομεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντόμευσα | θα συντομεύσω | να συντομεύσω | συντομεύσει | ||
β' ενικ. | συντόμευσες | θα συντομεύσεις | να συντομεύσεις | συντόμευσε | ||
γ' ενικ. | συντόμευσε | θα συντομεύσει | να συντομεύσει | |||
α' πληθ. | συντομεύσαμε | θα συντομεύσουμε | να συντομεύσουμε | |||
β' πληθ. | συντομεύσατε | θα συντομεύσετε | να συντομεύσετε | συντομεύστε | ||
γ' πληθ. | συντόμευσαν συντομεύσαν(ε) |
θα συντομεύσουν(ε) | να συντομεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συντομεύσει | είχα συντομεύσει | θα έχω συντομεύσει | να έχω συντομεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις συντομεύσει | είχες συντομεύσει | θα έχεις συντομεύσει | να έχεις συντομεύσει | έχε συντομευμένο | |
γ' ενικ. | έχει συντομεύσει | είχε συντομεύσει | θα έχει συντομεύσει | να έχει συντομεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συντομεύσει | είχαμε συντομεύσει | θα έχουμε συντομεύσει | να έχουμε συντομεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε συντομεύσει | είχατε συντομεύσει | θα έχετε συντομεύσει | να έχετε συντομεύσει | έχετε συντομευμένο | |
γ' πληθ. | έχουν συντομεύσει | είχαν συντομεύσει | θα έχουν συντομεύσει | να έχουν συντομεύσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συντομευμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συντομευμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συντομευμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συντομευμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συντομεύομαι | συντομευόμουν(α) | θα συντομεύομαι | να συντομεύομαι | ||
β' ενικ. | συντομεύεσαι | συντομευόσουν(α) | θα συντομεύεσαι | να συντομεύεσαι | ||
γ' ενικ. | συντομεύεται | συντομευόταν(ε) | θα συντομεύεται | να συντομεύεται | ||
α' πληθ. | συντομευόμαστε | συντομευόμαστε συντομευόμασταν |
θα συντομευόμαστε | να συντομευόμαστε | ||
β' πληθ. | συντομεύεστε | συντομευόσαστε συντομευόσασταν |
θα συντομεύεστε | να συντομεύεστε | (συντομεύεστε) | |
γ' πληθ. | συντομεύονται | συντομεύονταν συντομευόντουσαν |
θα συντομεύονται | να συντομεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συντομεύτηκα | θα συντομευτώ | να συντομευτώ | συντομευτεί | ||
β' ενικ. | συντομεύτηκες | θα συντομευτείς | να συντομευτείς | συντομεύσου | ||
γ' ενικ. | συντομεύτηκε | θα συντομευτεί | να συντομευτεί | |||
α' πληθ. | συντομευτήκαμε | θα συντομευτούμε | να συντομευτούμε | |||
β' πληθ. | συντομευτήκατε | θα συντομευτείτε | να συντομευτείτε | συντομευτείτε | ||
γ' πληθ. | συντομεύτηκαν συντομευτήκαν(ε) |
θα συντομευτούν(ε) | να συντομευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συντομευτεί | είχα συντομευτεί | θα έχω συντομευτεί | να έχω συντομευτεί | συντομευμένος | |
β' ενικ. | έχεις συντομευτεί | είχες συντομευτεί | θα έχεις συντομευτεί | να έχεις συντομευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συντομευτεί | είχε συντομευτεί | θα έχει συντομευτεί | να έχει συντομευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συντομευτεί | είχαμε συντομευτεί | θα έχουμε συντομευτεί | να έχουμε συντομευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συντομευτεί | είχατε συντομευτεί | θα έχετε συντομευτεί | να έχετε συντομευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συντομευτεί | είχαν συντομευτεί | θα έχουν συντομευτεί | να έχουν συντομευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι συντομευμένος - είμαστε, είστε, είναι συντομευμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν συντομευμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν συντομευμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι συντομευμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι συντομευμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι συντομευμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι συντομευμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντομεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντομεύω < αρχαία ελληνική σύντομ(ος) + -εύω
Ρήμα
επεξεργασίασυντομεύω
Πηγές
επεξεργασία- συντομεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.