Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συντομομορφή οι συντομομορφές
      γενική της συντομομορφής των συντομομορφών
    αιτιατική τη συντομομορφή τις συντομομορφές
     κλητική συντομομορφή συντομομορφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συντομομορφή < σύντομος + μορφή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συντομομορφή θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία