συντομομορφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασυντομομορφή θηλυκό
- (νεολογισμός) συντομευμένη μορφή ενός όρου, που μπορεί να είναι αρκτικόλεξο, ακρωνύμιο ή συντομογραφία
- Στην γλώσσα της πληροφορικής το «ηλ» είναι συντομομορφή του επιθέτου «ηλεκτρονικός»· κατά συνέπεια, το «ηλ-μήνυμα» αποτελεί συντομομορφή του «ηλεκτρονικού μηνύματος».