συντομευμένη μορφή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συντομευμένη μορφή < συντομευμένη (< συντομεύω) + μορφή
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασίασυντομευμένη μορφή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία συντομευμένη μορφή
|
συντομευμένη μορφή θηλυκό
|