Ετυμολογία

επεξεργασία
συντομευμένη μορφή < συντομευμένη (< συντομεύω) + μορφή

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

συντομευμένη μορφή θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία