Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
abbreviated form
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
abbreviated form
(en)
συντομευμένη μορφή
,
συντομομορφή
→
δείτε
τις λέξεις
abbreviated
,
abbreviate
,
form
και
abbreviation