Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
short form short forms

  Ετυμολογία επεξεργασία

short form < → δείτε τις λέξεις short και form

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

short form (en)