μακρογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
μακρο- + -γραφία < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: macrography
Ουσιαστικό επεξεργασία
θηλυκό
- η όψη πράγματος ή έμβιου όντος μέσω παρατήρησης με γυμνό οφθαλμό
- η μακροσκοπική όψη/επισκόπηση
- πλήρης μορφή λέξης, μη συντμημένη λέξη
- μεγάλο κείμενο, συχνά βαρετό ή αχρείαστα μεγάλο
Αντώνυμα επεξεργασία
- συντομομορφή
- βραχυμορφία