ενεστώτας put out
γ΄ ενικό ενεστώτα puts out
αόριστος put out
παθητική μετοχή put out
ενεργητική μετοχή putting out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
put out < → δείτε τις λέξεις put και out

put out (en)

  1. (μεταβατικό) βγάζω, τοποθετώ κάτι όπου θα γίνει αντιληπτό και θα χρησιμοποιηθεί
    ⮡  Please, can you put out the clothes for me?
    Mπορείς, σε παρακαλώ, να μου βγάλεις έξω; (να απλώσεις) τα ρούχα;
  2. (μεταβατικό) βγάζω (κάτι, κάποιον) από τη θέση του (με τη σημασία της απομάκρυνσης, της παύσης, της εξάρθρωσης, του τραυματισμού)
    ⮡  Be careful or you'll put your eyes out with those scissors!
    Πρόσεξε να μη βγάλεις το μάτι σου μ' αυτό το ψαλίδι!
  3. (μεταβατικό) σβήνω φωτιά, τσιγάρο κτλ.
    ⮡  The firefighters put out the fire.
    Οι πυροσβέστες έσβησαν τη φωτιά.
     συνώνυμα: extinguish
  4. (μεταβατικό) παράγω
  5. (μεταβατικό) μεταδίδω (εκπομπή), εκδίδω ή κυκλοφορώ (βιβλίο, μουσικό άλμπουμ κ.λπ.), βγάζω
    ⮡  I am putting out a newspaper.
    Βγάζω μια εφημερίδα.
  6. (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) συναινώ σε σεξουαλική επαφή, πηδιέμαι, «κάθομαι» να με πηδήξουν (συνήθως για γυναίκες)
    ⮡  She came to my place yesterday, but she finally didn't put out.
    Ήρθε (αυτή) στο σπίτι μου, αλλά τελικά δεν μου κάθησε.