put out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | put out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | puts out |
αόριστος | put out |
παθητική μετοχή | put out |
ενεργητική μετοχή | putting out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαput out (en)
- (μεταβατικό) βγάζω, τοποθετώ κάτι όπου θα γίνει αντιληπτό και θα χρησιμοποιηθεί
- ⮡ Please, can you put out the clothes for me?
- Mπορείς, σε παρακαλώ, να μου βγάλεις έξω; (να απλώσεις) τα ρούχα;
- ⮡ Please, can you put out the clothes for me?
- (μεταβατικό) βγάζω (κάτι, κάποιον) από τη θέση του (με τη σημασία της απομάκρυνσης, της παύσης, της εξάρθρωσης, του τραυματισμού)
- ⮡ Be careful or you'll put your eyes out with those scissors!
- Πρόσεξε να μη βγάλεις το μάτι σου μ' αυτό το ψαλίδι!
- ⮡ Be careful or you'll put your eyes out with those scissors!
- (μεταβατικό) σβήνω φωτιά, τσιγάρο κτλ.
- ⮡ The firefighters put out the fire.
- Οι πυροσβέστες έσβησαν τη φωτιά.
- ≈ συνώνυμα: extinguish
- ⮡ The firefighters put out the fire.
- (μεταβατικό) παράγω
- (μεταβατικό) μεταδίδω (εκπομπή), εκδίδω ή κυκλοφορώ (βιβλίο, μουσικό άλμπουμ κ.λπ.), βγάζω
- ⮡ I am putting out a newspaper.
- Βγάζω μια εφημερίδα.
- ⮡ I am putting out a newspaper.
- (αμετάβατο, αργκό, αμερικανική σημασία) συναινώ σε σεξουαλική επαφή, πηδιέμαι, «κάθομαι» να με πηδήξουν (συνήθως για γυναίκες)
- ⮡ She came to my place yesterday, but she finally didn't put out.
- Ήρθε (αυτή) στο σπίτι μου, αλλά τελικά δεν μου κάθησε.
- ⮡ She came to my place yesterday, but she finally didn't put out.
Πηγές
επεξεργασία- put out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω