groundwork
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
groundwork | groundworks |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
groundwork (en) (με ή χωρίς πληθυντικό)
ενικός | πληθυντικός |
groundwork | groundworks |
groundwork (en) (με ή χωρίς πληθυντικό)