Ετυμολογία

επεξεργασία
break new ground < → δείτε τις λέξεις break, new και ground

  Έκφραση

επεξεργασία

break new ground (en)

  1. κάνω κάτι που δεν έχει ξαναγίνει
  2. καινοτομώ, πρωτοπορώ