παραθετικά
θετικός new
συγκριτικός newer
υπερθετικός newest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
new < (κληρονομημένο) μέση αγγλική newe < αγγλοσαξονική niwe, neowe < πρωτογερμανική *niwjaz

  Επίθετο

επεξεργασία

new (en)

  • νέος, καινούριος
    ⮡  All points of view are represented in the new board of directors.
    Στο νέο διοικητικό συμβούλιο εκπροσωπούνται όλες οι απόψεις.
    ⮡  Do you like my new shirt?
    Σου αρέσει το καινούριο μου πουκάμισο;

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία