current
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | current |
συγκριτικός | more current |
υπερθετικός | most current |
current (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) τρέχων, παρών
- ⮡ the current month - ο τρέχων μήνας
- ⮡ current prices/expenses - τρέχουσες τιμές/δαπάνες
- ⮡ His salary is not enough to even meet current costs.
- Ο μισθός δεν του φτάνει να αντιμετωπίσει ούτε τα τρέχοντα έξοδα.
- ⮡ Current issues were discussed.
- Συζητήθηκαν τρέχοντα θέματα.
- ⮡ They have accepted the current situation.
- Έχουν αποδεχτεί την παρούσα κατάσταση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη present
- σε χρήση, σε κυκλοφορία, σε ισχύ, παραδεκτός
- ⮡ These words are no longer current.
- Αυτές οι λέξεις δεν είναι σε χρήση πια.
- ⮡ This model of car is no longer current.
- Αυτό το μοντέλο αυτοκινήτου δεν είναι πια σε κυκλοφορία.
- ⮡ This law is not current.
- Αυτός ο νόμος δεν είναι σε ισχύ.
- ⮡ His views are not current.
- Οι απόψεις του δεν είναι παραδεκτές.
- ⮡ These words are no longer current.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
current | currents |
current (en)
- το ρεύμα, η κίνηση του νερού στη θάλασσα ή ένα ποτάμι· η κίνηση του αέρα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ sea currents - θαλάσσια ρεύματα
- ⮡ The swimmer was swept away by the current.
- Ο κολυμβητής παρασύρθηκε από το ρεύμα.
- ⮡ I felt a cold current of air against my back.
- Ένιωσα ένα κρύο ρεύμα αέρα στην πλάτη μου.
- (ηλεκτρολογία) το ρεύμα, η ροή ηλεκτρονίων σε αγωγό
- ⮡ direct/alternating current - συνεχές/εναλλασσόμενο ρεύμα
- το ρεύμα, για ομάδα ανθρώπων που έχει συγκεκριμένες ιδέες, απόψεις ή συναισθήματα
- ⮡ the current of public opinion - το ρεύμα της κοινής γνώμης