grounded
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαgrounded (en)
- (αεροπλοΐα, για αεροπόρο ή αεροσκάφος) που δεν επιτρέπεται να πετάξει, καθηλωμένος λόγω εντολής
- (ναυσιπλοΐα, για σκάφη θαλάσσης) προσαραγμένος
- (ηλεκτρισμός, Καναδάς, ΗΠΑ) γειωμένος, αφορά ηλεκτρικό αγωγό (κι εγκαταστάσεις, συσκευές κτλ.) που είναι συνδεδεμένος με τη γη
- (για άνθρωπο, επιθετικό κατηγορούμενο) τιμωρημένος, περιορισμένος να μένει μέσα, συνήθως από έναν γονέα, ως τιμωρία
- (για πρόσωπο) γειωμένος, ώριμος, λογικός, με καλά μελετημένες προτεραιότητες, μη ψωνισμένος