ενικός         πληθυντικός  
breeding ground breeding grounds

  Ετυμολογία

επεξεργασία
breeding ground < → δείτε τις λέξεις breeding και ground

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

breeding ground (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 338-339. ISBN 9780194325684. , λήμμα: εστία