Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
grinder grinders

  Ετυμολογία επεξεργασία

grinder < grind + -er

  Ουσιαστικό επεξεργασία

grinder (en)

  • ο μύλος, η συσκευή για την άλεση μιας στερεής ουσίας σε σκόνη
    a coffee grinder - μύλος του καφέ
    a pepper grinder - μύλος για το πιπέρι
     συνώνυμα: mill

  Πηγές επεξεργασία