Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χαλυβουργείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
χαλυβουργεί
ο
τα
χαλυβουργεί
α
γενική
του
χαλυβουργεί
ου
των
χαλυβουργεί
ων
αιτιατική
το
χαλυβουργεί
ο
τα
χαλυβουργεί
α
κλητική
χαλυβουργεί
ο
χαλυβουργεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
χαλυβουργείο
<
χάλυβ(ας)
+
-ουργείο
(<
έργο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
χαλυβουργείο
ουδέτερο
βιομηχανική
μονάδα επεξεργασίας του
χάλυβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χαλυβουργείο
αγγλικά
:
steel mill
(en)
γερμανικά
:
Stahlwerk
(de)