fool about
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fool about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fools about |
αόριστος | fooled about |
παθητική μετοχή | fooled about |
ενεργητική μετοχή | fooling about |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfool about (en)
ενεστώτας | fool about |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fools about |
αόριστος | fooled about |
παθητική μετοχή | fooled about |
ενεργητική μετοχή | fooling about |
fool about (en)