fart around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fart around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | farts around |
αόριστος | farted around |
παθητική μετοχή | farted around |
ενεργητική μετοχή | farting around |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfart around (en)
- (μειωτικό, ανεπίσημο) χασομερώ, τεμπελιάζω, χάνω χρόνο να συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο
Άλλες μορφές
επεξεργασία- fart about (και βρετανικά αγγλικά)