fart
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fart | farts |
fart (en)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | fart |
γ΄ ενικό ενεστώτα | farts |
αόριστος | farted |
παθητική μετοχή | farted |
ενεργητική μετοχή | farting |
fart (en)
- (χυδαίο, ανεπίσημο) κλάνω, πέρδομαι
- ⮡ Don’t eat a lot of beans because you will be farting all day!
- Μην τρως πολλά φασόλια, γιατί θα κλάνεις όλη μέρα!
- ⮡ Don’t eat a lot of beans because you will be farting all day!