Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /fɑːt/ & /fɑɹt/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
fart farts

fart (en)

  • (χυδαίο, ανεπίσημο) η κλανιά, η πορδή
    ⮡  He released a venomous fart.
    Αμόλησε μια φαρμακερή κλανιά.
    ⮡  I let out farts.
    Άφησα/Αμόλησα πορδές.
    ⮡  He ate beans and disturbed us with his farts.
    Έφαγε φασόλια και μας τάραξε στις πορδές.
     συνώνυμα: gas

Δείτε επίσης

επεξεργασία
ενεστώτας fart
γ΄ ενικό ενεστώτα farts
αόριστος farted
παθητική μετοχή farted
ενεργητική μετοχή farting

fart (en)

Παράγωγα

επεξεργασία