ενεστώτας goof off
γ΄ ενικό ενεστώτα goofs off
αόριστος goofed off
παθητική μετοχή goofed off
ενεργητική μετοχή goofing off

  Ετυμολογία

επεξεργασία
goof off < → δείτε τις λέξεις goof και off

goof off (en)