lollygag
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | lollygag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lollygags |
αόριστος | lollygagged |
παθητική μετοχή | lollygagged |
ενεργητική μετοχή | lollygagging |
Ρήμα
επεξεργασίαlollygag (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) τεμπελιάζω και χάνω χρόνο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- lollygag - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)