lallygag
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | lallygag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lallygags |
αόριστος | lallygagged |
παθητική μετοχή | lallygagged |
ενεργητική μετοχή | lallygagging |
Ρήμα
επεξεργασίαlallygag (en)
- (αμετάβατο, ανεπίσημο) άλλη μορφή του lollygag
ενεστώτας | lallygag |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lallygags |
αόριστος | lallygagged |
παθητική μετοχή | lallygagged |
ενεργητική μετοχή | lallygagging |
lallygag (en)