ενεστώτας monkey around
γ΄ ενικό ενεστώτα monkeys around
αόριστος monkeyed around
παθητική μετοχή monkeyed around
ενεργητική μετοχή monkeying around

  Ετυμολογία

επεξεργασία
monkey around < → δείτε τις λέξεις monkey και around

monkey around (en)

  • (ανεπίσημο) παίζω με κάτι, πασπατεύω κάτι, χρησιμοποιώ κάτι ή συμπεριφέρομαι με ανόητο τρόπο και χάνω χρόνο
    Stop monkeying around with those tools.
    Μην παίζεις με (άφησε ήσυχα) αυτά τα εργαλεία.
    Stop monkeying around with the video.
    Μην πασπατεύεις το βίντεο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη loiter