dawdle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | dawdle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | dawdles |
αόριστος | dawdled |
παθητική μετοχή | dawdled |
ενεργητική μετοχή | dawdling |
Ρήμα
επεξεργασία- τεμπελιάζω, χαζεύω, χασομεράω, παίρνω πολύ χρόνο για να κάνω κάτι ή να πάω κάπου
Πηγές
επεξεργασία- dawdle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 874, 957, 966. ISBN 9780194325684., λήμμα: τεμπελιάζω, χαζεύω, χασομερώ