goof around
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | goof around |
γ΄ ενικό ενεστώτα | goofs around |
αόριστος | goofed around |
παθητική μετοχή | goofed around |
ενεργητική μετοχή | goofing around |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαgoof around (en)
- (ανεπίσημο, ειδικά αμερικανικά αγγλικά) χαζεύω, τεμπελιάζω, περνάω τον χρόνο μου κάνοντας ανόητα ή χαζά πράγματα