γελωτοποιός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γελωτοποιός < αρχαία ελληνική < γέλως + ποιῶ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γελωτοποιός αρσενικό
- κωμικός που διασκέδαζε τη βασιλική αυλή
- ο κλόουν
- αυτός που κάνει τους άλλους να γελούν
- είναι ο γελωτοποιός της παρέας