daft
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | daft |
συγκριτικός | dafter |
υπερθετικός | daftest |
Επίθετο
επεξεργασίαdaft (en)
Εκφράσεις
επεξεργασία- go daft: παλαβώνω, την είδα μαλά κας, μου την βάρεσε κι έκανα κάτι βλακώδες
Πηγές
επεξεργασία- daft - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71, 167. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανόητος, βλακώδης