silly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | silly |
συγκριτικός | sillier |
υπερθετικός | silliest |
silly (en)
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | silly |
συγκριτικός | sillier |
υπερθετικός | silliest |
silly (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 71. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανόητος