χαζά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
χαζά < χαζός
Επίρρημα επεξεργασία
χαζά
- με χαζό τρόπο
- μη φέρεσαι χαζά, σοβαρέψου λίγο!
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
χαζά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαζό