foolishly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | foolishly |
συγκριτικός | more foolishly |
υπερθετικός | most foolishly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαfoolishly (en)
παραθετικά | |
θετικός | foolishly |
συγκριτικός | more foolishly |
υπερθετικός | most foolishly |
foolishly (en)