Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
foolishly
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
παραθετικά
θετικός
foolishly
συγκριτικός
more
foolishly
υπερθετικός
most
foolishly
Ετυμολογία
επεξεργασία
foolishly
<
foolish
+
-ly
Επίρρημα
επεξεργασία
foolishly
(en)
ανόητα
,
χαζά
I behaved
foolishly
.
Συμπεριφέρθηκα
ανόητα
/
χαζά
.
≈
συνώνυμα
:
silly
,
stupidly
,
unwisely
Πηγές
επεξεργασία
foolishly
-
Oxford Learner's Dictionaries