Δείτε επίσης: μουρλά, μούρλια
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μούρλα οι μούρλες
      γενική της μούρλας
    αιτιατική τη μούρλα τις μούρλες
     κλητική μούρλα μούρλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μούρλα < μουρλ(ός) + κατάληξη θηλυκού (αναδρομικός σχηματισμός) < βενετικά murlo

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μούρλα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία