• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

μουρλέγκω

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συνώνυμα
    • 1.4 Αναφορές

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουρλέγκω οι μουρλέγκες
      γενική της μουρλέγκως των μουρλέγκων
    αιτιατική τη μουρλέγκω τις μουρλέγκες
     κλητική μουρλέγκω μουρλέγκες
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος.
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μουρλέγκω < μουρλαίγκω με απλογράφηση < μουρλαίν(ω) + -κω[1]

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /muɾˈleŋ.ɡo/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μουρλέγκω θηλυκό και μουρλαίγκω

  • (οικείο) συνώνυμο του τρελέγκω

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • μουρλή
  • θεόμουρλη

Αναφορές

επεξεργασία
  1. ↑ μουρλέγκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μουρλέγκω&oldid=5308026"
Τελευταία επεξεργασία στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 17:30

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 2 Οκτωβρίου 2021, στις 17:30.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας