μουρλέγκω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μουρλέγκω | οι | μουρλέγκες |
γενική | της | μουρλέγκως | των | μουρλέγκων |
αιτιατική | τη | μουρλέγκω | τις | μουρλέγκες |
κλητική | μουρλέγκω | μουρλέγκες | ||
Ο πληθυντικός σε -ες είναι σπάνιος. | ||||
Κατηγορία όπως «τρελέγκω» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουρλέγκω < μουρλαίγκω με απλογράφηση < μουρλαίν(ω) + -κω[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /muɾˈleŋ.ɡo/
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουρλέγκω θηλυκό και μουρλαίγκω
Συνώνυμα επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μουρλέγκω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας