Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κοσμοσυρροή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
κοσμοσυρρο
ή
οι
κοσμοσυρρο
ές
γενική
της
κοσμοσυρρο
ής
των
κοσμοσυρρο
ών
αιτιατική
την
κοσμοσυρρο
ή
τις
κοσμοσυρρο
ές
κλητική
κοσμοσυρρο
ή
κοσμοσυρρο
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
κοσμοσυρροή
<
κόσμος
+
συρροή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
κοσμοσυρροή
θηλυκό
μεγάλο πλήθος ανθρώπων που έχει συγκεντρωθεί σε ένα μέρος
Συνώνυμα
επεξεργασία
κοσμοπλημμύρα
λαοσύναξη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κοσμοσυρροή
αγγλικά
:
μεταφορικά
:
outpouring
(en)
,
throng
(en)
γαλλικά
:
affluence
(fr)
,
foule
(fr)
τουρκικά
:
kalabalık
(tr)