θεοπάλαβος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαθεοπάλαβος, -η, -ο
- (επιτατικό επίθετο) τελείως παλαβός, που κάνει πολύ μεγάλες παλαβομάρες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία θεοπάλαβος
θεοπάλαβος, -η, -ο