Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θεολογώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
θεολογῶ
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
θεολογώ
<
αρχαία ελληνική
θεολογέω
/
θεολογῶ
<
θεολόγος
<
θεός
+
λέγω
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
θe.o.loˈɣo
/
Ρήμα
επεξεργασία
θεολογώ
(
θρησκεία
,
θεολογία
)
αναπτύσσω
θεολογικά
θέματα
, σχετικά με τη
θεολογία
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
θεολόγος
,
θεός
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θεολογώ