Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυσταγωγία οι μυσταγωγίες
      γενική της μυσταγωγίας των μυσταγωγιών
    αιτιατική τη μυσταγωγία τις μυσταγωγίες
     κλητική μυσταγωγία μυσταγωγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυσταγωγία < μυσταγωγώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μυσταγωγία θηλυκό

  1. η μύηση σε μια μυστηριακή λατρεία
  2. η μυστηριακή τελετή
  3. η έκσταση που δοκιμάζει ο θεατής ή ακροατής ενός εξαιρετικού μουσικού, θεατρικού κ.λπ. έργου καθώς και το ίδιο το έργο που έχει τη δύναμη να μας προσφέρει μια μοναδική εμπειρία


Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία