Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μυσταγωγικός η μυσταγωγική το μυσταγωγικό
      γενική του μυσταγωγικού της μυσταγωγικής του μυσταγωγικού
    αιτιατική τον μυσταγωγικό τη μυσταγωγική το μυσταγωγικό
     κλητική μυσταγωγικέ μυσταγωγική μυσταγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μυσταγωγικοί οι μυσταγωγικές τα μυσταγωγικά
      γενική των μυσταγωγικών των μυσταγωγικών των μυσταγωγικών
    αιτιατική τους μυσταγωγικούς τις μυσταγωγικές τα μυσταγωγικά
     κλητική μυσταγωγικοί μυσταγωγικές μυσταγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μυσταγωγικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

μυσταγωγικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία