μύηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύηση | οι | μυήσεις |
γενική | της | μύησης* | των | μυήσεων |
αιτιατική | τη | μύηση | τις | μυήσεις |
κλητική | μύηση | μυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μύηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μύη(σις) + -ση
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈmi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐η‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμύηση θηλυκό
- η εισαγωγή ενός νέου μέλους (μύστη) σε θρησκευτική μυστική λατρεία, σε μυστήριο
- η ένταξη ενός νέου μέλους σε μια κλειστή ομάδα μέσα από μια τελετή που μπορεί να περιλαμβάνει δοκιμασίες ή δέσμευση μέσω όρκου
- η εισαγωγή μέσω της διδασκαλίας ενός νέου στα ενδότερα μιας τέχνης ή επιστήμης
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μυώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία μύηση
Πηγές
επεξεργασία- μύηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μύηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)